παρφουμαρίζω

παρφουμαρίζω
αρωματίζω το πρόσωπο, τα χέρια, τα μαλλιά κ.λπ. με αρωματικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parfumer < γαλλ. parfum «άρωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρφουμάρω — παρφουμαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parfumer < γαλλ. parfum «άρωμα»] …   Dictionary of Greek

  • παρφουμάρισμα — το [παρφουμαρίζω] η χρησιμοποίηση αρωματικών ουσιών στον καλλωπισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”